μεσάζοντα

μεσάζοντα
μεσάζω
to be half-cooked
pres part act neut nom/voc/acc pl
μεσάζω
to be half-cooked
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως …   Dictionary of Greek

  • μεσάζω — και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM μεσάζω) [μέσος] διαιρώ κάτι στη μέση, διχοτομώ νεοελλ. 1. καταναλώνω τη μισή ποσότητα από κάτι («τό μεσάσαμε το κρασί») 2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο μεσάζων, η μεσάζουσα το μέντιουμ νεοελλ. μσν …   Dictionary of Greek

  • μεσαστίκιον — μεσαστίκιον, τὸ (Μ) [μεσαστικόν] το αξίωμα τού μεσάζοντα …   Dictionary of Greek

  • μεσιτεύω — και μεσιτεύγω και μισιτεύγω (ΑM μεσιτεύω) [μεσίτης] 1. ενεργώ ως μεσίτης, παρεμβαίνω ή μεσολαβώ μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων για να τούς συμβιβάσω, να τούς συμφιλιώσω ή για να συνάψουν συμφωνία 2. ενεργώ για σύναψη αγοραπωλησίας, μίσθωσης ή… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • υλοποίηση — η, Ν 1. η μετατροπή σε ύλη 2. πραγματοποίηση, εφαρμογή 3. (στον πνευματισμό) η μεταβολή τού ψυχικού ρευστού τού μεσάζοντα σε εκτόπλασμα, ο σχηματισμός κατά ένα πνευματικό πείραμα ενός φαντάσματος που έχει την εμφάνιση ζωντανού όντος 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Αραμπάλ, Φερνάντο — (Fernando Arrabal, Μελίγια 1932 –). Ισπανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Τα θεατρικά του έργα σφραγίζονται από μια ατμόσφαιρα έντονης φρίκης, όπως συμβαίνει και στο πρώιμο θέατρο του Ανταμόβ, και κυριαρχούνται από χαρακτήρες με μια… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”